- υποσχίζω
- Α [σχίζω]1. σχίζω κάτι αποκάτω ή τό σχίζω λίγο2. παθ. ὑποσχίζομαι(για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδώνομαι3. ανοίγω όρυγμα σε μια περιοχή4. καταστρέφω έναν τόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποσχίζει — ὑποσχίζω split underneath pres ind mp 2nd sg ὑποσχίζω split underneath pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχισθεῖσα — ὑποσχίζω split underneath aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχισθείσης — ὑποσχίζω split underneath aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχισθέν — ὑποσχίζω split underneath aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχίζοντος — ὑποσχίζω split underneath pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
υποσχισμός — ὁ, Α [ὑποσχίζω] σκάψιμο γης, διάνοιξη ορύγματος … Dictionary of Greek
υπόσχισμα — ίσματος, τὸ, Α [ὑποσχίζω] φτωχικό ανδρικό υπόδημα … Dictionary of Greek